Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Λιθοδομές 2

Σε συνέχεια προηγούμενου post, λίγα ακόμα ενημερωτικά για τις λιθοδομές. Παρατίθενται όροι που χρησιμοποιούνται συχνά όταν περιγράφονται κάστρα:

Ι. Ακατέργαστες Λιθοδομές




ξερολιθιά ή ξερολιθοδομή 

(χωρίς συνδετικό 
κονίαμα) 


αργολιθοδομή 

(λίθοι στη φυσική 
μορφή τους ή με 
ελαφρά επεξεργασία με συνδετικό κονίαμα) 



πλακολιθοδομή

(από σχιστολιθικές 
συνήθως πλάκες, συνήθως χωρίς κονίαμα) 


ΙI. Ημιλαξευτές Λιθοδομές



Ημιλαξευτή Λιθοδομή

(λίθοι με μερική επεξεργασία κυρίως στις εμφανείς επιφάνειες. Οι αρμοί είναι οριζόντιοι ή κατακόρυφοι στις γωνίες και στη βάση) 


ΙII. Λαξευτές Λιθοδομές



ισόδομο σύστημα 

(ορθογώνιες παραλληλόγραμμεςπέτρες με το ίδιο ύψος κατά στρώσεις). 


ψευδοϊσόδομο σύστημα 
(ορθογώνιες παραλληλόγραμμες 
πέτρες με διαφορετικό ύψος σε κάθε στρώση. Οι αρμοί  κατακόρυφοι ή οριζόντιοι). 


ανισόδομο σύστημα 

(οι αρμοί έδρασης είναι οριζόντιοι, 
ενώ οι υπόλοιποι όχι απαραίτητα 
κατακόρυφοι με μεγίστη 
απόκλιση 60°).

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Πανοπλία Δενδρών

Σφυρήλατη πανοπλία, βάρους 15 κιλών  κατασκευα­σμένη από κράμα χαλκού με κασσί­τερο.


Η εκπληκτική αυτή πανοπλία είναι μυκηναϊκή και η καλύτερα διατηρημένη πανοπλία από την αρχαιότητα. Παγκοσμίως. Κι ας είναι 3400 ετών!

Ανακαλύφτηκε το 1960 σε θαλαμοειδή τάφο του νεκροταφείου των Δενδρών. Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου.

Οι ήρωες του Τρωικού πολέμου πρέπει μάλλον να είχαν παρόμοιο εξοπλισμό αντί γι' αυτά που βλέπουμε στο σινεμά.






Στην προθήκη του μουσέιου Ναυπλίου
Ρέπλικα από άγνωστο (σε εμένα) κατασκευαστή

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Είδη Λιθοδομής

Συχνά στην περιγραφή των κάτστρωνστον Καστρολόγο  αναφέρεται ο τρόπος κατασκευής της τοιχοποιίας.

Οι τοιχοποίες είναι συνήθως λιθοδομές, δηλαδή πέτρινες κατασκευές. Υπάρχουν κάποιοι σχετικοί όροι που καλό είναι να τους έχουμε υπόψη.


Η λιθοδομή χωρίζεται σε διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα με την επεξεργασία της πέτρας. Τα πιο γνωστά είδη λιθοδομών είναι:


Οχυρό Γκύκλος: Ξηρολιθοδομή
1. Ξηρολιθοδομές
Ξηρολιθοδομές ή ξερολιθιές ή ξερολίθια, είναι οι λιθοδομές που κτίζονται χωρίς κονίαμα (λάσπη)
 και με σχετικά μικρή - επιτόπια επεξεργασία της πέτρας. Είναι η παλαιότερη μέθοδος λιθοδομής.
Όσον αφορά τα κάστρα στην Ελλάδα, αυτός ο τρόπος κατασκευής είχε εγκαταλειφθεί από την αρχή της Μεσοβυζαντινής περιόδου και χρησιμοποιόταν μόνο για πρόχειρες οχυρώσεις ή για κάστρα καταφύγια.  







2. Αργολιθοδομές
Κάστρο Αετού: Αργολιθοδομή
Αργολιθοδομές λέγονται οι τοιχοποιίες που γίνονται με αργούς λίθους (που έχουν υποστεί πολύ μικρή ή και καθόλου επεξεργασία) και κονίαμα. Το ελάχιστο πάχος μιας αργολιθοδομής είναι 45 έως 50 εκατ.












3.  Ημιλαξευτές  Λιθοδομές
Αγιονόρι: Ιμιλαξευτή Λιθοδομή
Ημιλαξευτές είναι οι λιθοδομές οι οποίες κατασκευάζονται με μισολαξευμένες πέτρες (έχουν υποστεί μεγαλύτερη επεξεργασία από αυτή των αργολιθοδομών) και κονίαμα.
Η λιθοδομή κτίζεται από την μια και σπανιότερα από τις δύο πλευρές με μισολαξευμένες πέτρες, ενώ ο υπόλοιπος όγκος της οικοδομής κτίζεται με αργούς λίθους.









 4. Λαξευτές  Λιθοδομές
Ρόδος: Λαξευτή Λιθοδομή
Η λαξευτή τοιχοποιία είναι ο αρχαιότερος τρόπος κατασκευής λιθοδομών, με τον οποίο έχουν κτισθεί πολύ σημαντικά μνημεία. Η κάθε πέτρα έχει υποστεί τέτοια επεξεργασία που έχει  αποκτήσει πλήρως το σχήμα που   χρειάζεται για την κατασκευή της λιθοδομής.
Στην αρχαιότητα η δόμηση γινόταν χωρίς κονίαμα.  Άλλωστε η αντοχή της τοιχοποιίας βασίζεται στην απόλυτη έδραση και στην εμπλοκή των λίθων. Για να ενισχυθεί όμως η κατασκευή
χρησιμοποιούσαν μεταλλικούς συνδετήρες.







Γωνιόλιθοι

Πύργος Αμπελικού: Λαξευτοί Γωνιόλιθοι 
Συνήθως, στους προηγούμενους δύο τύπους λιθοδομών, οι λίθοι στις γωνίες -γωνιόλιθοι ή ακρογωνιαίοι λίθοι- είναι πάντα λαξευτοί για την καλύτερη στήριξη της κατασκευής.





Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Ελληνικό Ιστορικό Χρονολόγιο

Για την Αρχαιολογική Επιστήμη, η Ελληνική ιστορία χωρίζεται σε συγκεκριμένες περιόδους που καταγράφονται στον παρακάτω πίνακα (πηγή Υπουργείο Πολιτισμού).
Στον Καστρολόγο περιλαμβάνονται κάστρα που ήταν σε χρήση από τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μετά, αλλά πολλά από αυτά κουβαλούν μια μακραίωνη ιστορία και συχνά έχουν οχυρώσεις που προέρχονται από παλαιότερες εποχές. Πολλές φορές, στις περιγραφές των κάστρων γίνεται αναφορά σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους.
Επομένως θα ήταν χρήσιμο σε όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία των Κάστρων στην Ελλάδα να έχουν υπόψη τους την επιστημονική ταξινόμηση, τη χρονική διάρκεια και την επίσημη ονομασία αυτών των περιόδων:

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ -10000 π.Χ.
ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ10000-περίπου 6500 π.Χ.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6500-περίπου 3000 π.Χ.
Αρχαιότερη Νεολιθική6500-5600 π.Χ.
Μέση Νεολιθική5600-5300 π.Χ.
Νεώτερη Νεολιθική5300-4500 π.Χ.
Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική εποχή4500-3200/3000 π.Χ.
ΠΡΩΤΟΕΛΛΑΔΙΚΗ - ΠΡΩΤΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ - ΠΡΩΤΟΜΙΝΩΙΚΗ ΕΠΟΧΗ3200/3000-2000 π.Χ.
Πρωτοελλαδική / Πρωτοκυκλαδική / Πρωτομινωική Ι .3200/3000-2600 π.Χ.
Πρωτοελλαδική / Πρωτοκυκλαδική / Πρωτομινωική ΙΙ2600-2300 π.Χ.
Πρωτοελλαδική / Πρωτοκυκλαδική / Πρωτομινωική ΙΙΙ2300-2100/2000 π.Χ.
ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΗ - ΜΕΣΟΚΥΚΛΑΔΙΚΗ - ΜΕΣΟΜΙΝΩΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 2100/2000-1600 π.Χ.
Μεσοελλαδική/ Μεσομινωική Ι2100/2000-1800 π.Χ.
Μεσοελλαδική / Μεσομινωική ΙΙ1800-1700 π.Χ.
Μεσοελλαδική / Μεσομινωική ΙΙΙ1700-1600 π.Χ.
ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ 1600-1100 π.Χ.
Υστεροελλαδική / Υστερομινωική Ι 1600-1500/1450 π.Χ.
Υστεροελλαδική / Υστερομινωική ΙΙ1500/1450-1400 π.Χ.
Υστεροελλαδική / Υστερομινωική ΙΙΙ1400-1100 π.Χ.
Υστεροελλαδική / Υστερομινωική ΙΙΙA1400-1300 π.Χ.
Υστεροελλαδική / Υστερομινωική ΙΙΙΒ1300-1200 π.Χ.
Υστεροελλαδική / Υστερομινωική ΙΙΙΓ 1200-1100 π.Χ.
Υπομυκηναϊκή / Υπομινωική περίοδος1100-1050/1025 π.Χ.
ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ («Σκοτεινοί Αιώνες») .1050/1025-700 π.Χ.
Πρωτογεωμετρική περίοδος1050/1025-900 π.Χ.
Πρώιμη Γεωμετρική περίοδος900-850 π.Χ.
Μέση Γεωμετρική περίοδος850-760 π.Χ.
Ύστερη Γεωμετρική περίοδος760-700 π.Χ.
ΠΡΩΙΜΗ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ή ΑΝΑΤΟΛΙΖΟΥΣΑ700-610 π.Χ.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ610-490/80 π.Χ.
Πρώιμη περίοδος610-575 π.Χ.
Μέση περίοδος575-530 π.Χ.
Ύστερη περίοδος530-490/80 π.Χ.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ490/80-323 π.Χ.
Πρώιμη Κλασική περίοδος490/80-450 π.Χ.
Μέση / Ώριμη Κλασική περίοδος450-400/380 π.Χ.
Ύστερη Κλασική περίοδος400/380-323 π.Χ.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ323-31 π.Χ.
Πρώιμη Ελληνιστική περίοδος323-275 π.Χ.
Μέση Ελληνιστική περίοδος 275-150 π.Χ.
Ύστερη Ελληνιστική περίοδος150-31 π.Χ.
ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 31 π.Χ.-324 μ.Χ.
ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ4ος-7ος αι. μ.Χ.
ΠΡΩΙΜΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 324-842
ΜΕΣΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ842-1204
ΥΣΤΕΡΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ1204-1453
ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ (Φραγκοκρατία, Ενετοκρατία κλπ)1204-16ος αι.
ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ1453-1821

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Βενετσιάνικος Χάρτης της Κέρκυρας

Βενετσιάνικος χάρτης της Κέρκυρας με τα κάστρα της,  του Φραγκισκανού μοναχού και χαρτογράφου (ή «Κοσμογράφου» όπως υπέγραφε ο ίδιος)  Vincenzo-Maria Coronelli (1650-1718).


Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Κέρκυρα, 17ος αιώνας

Χαλκογραφία επιχρωματισμένη που απεικονίζει την πόλης της Κέρκυρας, τα φρούρια, το Μανδράκι και τον ναό του Αγίου Φραγκίσκου.

Έργο του Olfert  Dapper  (1635-1689) από το 1688

Συλλογή Γεωργίου Σουρτζίνου, Κέρκυρα


Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Πολιορκία Ηρακλείου 1669

Η πολιορκία της Κάντιας από τους Οθωμανούς κράτησε 21 χρόνια (1648-1669). Η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία στην παγκόσμια ιστορία.

Το καλοκαίρι του 1669 και καθώς οι Οθωμανοί ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ένας στόλος που είχε σταλεί μετά από εκκλήσεις του Πάπα και αποτελούνταν κυρίως από Γαλλικά πλοία, έσπευσε σε βοήθεια. Η επιχείρηση κατέληξε σε μεγάλο φιάσκο καθώς η Γαλλική αντιναυρχίδα La Thérèse ανατινάχτηκε από μόνη της και μετά από λίγο η χριστιανική δύναμη αποχώρησε.

Οι Βενετοί λίγο μετά, τον Αύγουστο του 1669, συνθηκολόγησαν και παρέδωσαν την πόλη.

Ο παρακάτω πίνακας (επιχρωματισμένη χαλκογραφία του N. Vissher, 1680)  απεικονίζει αυτό το επεισόδιο με τη Γαλλική επέμβαση. Διακρίνονται τα τείχη του Ηρακλείου και στο σημείο 31 η θέση του Οθωμανικού φρουρίου Ιναντιγιέ (στο επάνω μέρος του πίνακα κάτω από το γράμμα D, δεν ήθελα να βάλω βέλος για να μη χαλάσω την εικόνα).


Λιβαδειά - Ο Πύργος της Ώρας

Είχα προσθέσει στο τέλος Μαΐου 2015 τον πύργο του ρολογιού της Λιβαδειάς στον Καστρολόγο.

Υποτίθεται ότι επρόκειτο για φράγκικο πύργο στον οποίο το 1803 τοποθετήθηκε ένα ρολόι, δωρεά του αρχαιοκάπηλου Λόρδου Έλγιν (ο γνωστός με τα μάρμαρα του Παρθενώνα) που χάρισε στην πόλη το ρολόι για να καλοπιάσει τους ντόπιους προκειμένου να επιχειρήσει απερίσπαστος έρευνα στο Μαντείο του Τροφωνίου (όπου όμως δεν βρήκε τίποτε). Ο Έλγιν, σημειωτέον, είχε κάνει το ίδιο και στην Αθήνα.

Ο κ. Χαράλαμπος Σανιδάς, μηχανικός του Δήμου Λεβαδέων που κατά καιρούς έχει συνεισφέρει στο site  με πολύτιμες πληροφορίες, προθυμοποιήθηκε να στείλει περισσότερα στοιχεία για τον πύργο (βλ. παρακάτω κείμενο του Δρ. Πάνου Στάμου από τοπική εφημερίδα).
Από τις πληροφορίες αυτές προκύπτει ότι το αρχικό ρολόι του Elwin (που μάλλον ήταν ευτελούς αξίας) αντικαταστάθηκε λίγο μετά την απελευθέρωση (από τους Τούρκους) ενώ αντικαταστάθηκε τουλάχιστον άλλη μία φορά, το 1941 μετά από δωρεά του Αναστασίου Θωμόπουλου εις μνήμην του αδερφού του που σκοτώθηκε στην Αλβανία.
Με την τελευταία αυτή αντικατάσταση, ο πύργος ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων ενώ είναι πιθανό να είχε προηγηθεί και άλλη ριζική ανακαίνιση στις αρχές του 20ου αιώνα. Όλα αυτά σημαίνουν ότι από τον αρχικό πύργο δεν έμεινε τίποτα, που, εδώ που τα λέμε, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε καν αν ήταν πραγματικά φράγκικος ή εν πάση περιπτώσει μεσαιωνικός.

Υπό το φως των νέων στοιχείων προκύπτει ότι πύργος του ρολογιού της Λιβαδειάς δεν έχει τις προϋποθέσεις να συγκαταλέγεται στα μεσαιωνικά μνημεία της Ελλάδας και δυστυχώς θα πρέπει να τον αποσύρουμε  από την καταγραφή του Καστρολόγου.
Τον παρουσιάζουμε όμως εδώ, στο blog.

Η ακριβής θέση του πύργου είναι:  38°26'7.54"N,  22°52'25.68"E

Μερικές από τις ωραίες φωτογραφίες με τον πύργο που έστειλε ο κ. Σανιδάς:




















Και κάποιες παλαιότερες από τον ίδιο:






 Τέλος μια παλιά γκραβούρα της Λιβαδειάς, από την Οθωμανική περίοδο, στην οποία διακρίνεται και ο πύργος ο οποίος μοιάζει πολύ με τον πύργο ρολογιού των Γιαννιτσών. Απλώς επισημαίνουμε την ομοιότητα. Ο πύργος της Λιβαδειάς μάλιστα περιγράφεται από παλαιότερους περιηγητές σαν «κιτρινωπός», όπως δηλαδή και αυτός των Γιαννιτσών (που είναι του  17ου αιώνα).



Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Κάστρα Πελοποννήσου, 1690

Απεικόνιση των κάστρων της Πελοποννήσου.
Από τον Ολλανδό χαράκτη και χαρτογράφο Frederik de Wit (1630-1706)
Έργο του το 1690

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Γνωμικά για Κάστρα

Παροιμίες και αφορισμοί για κάστρα. Από το Γνωμικολογικόν.


Το σπίτι κάθε ανθρώπου είναι το κάστρο του.
Sir Edward Coke, 1552-1634, Άγγλος δικαστής


Τα φρούρια και τις γυναίκες ή πρέπει να τα καταλάβει κανείς αμέσως ή να παραιτηθεί από την κατάληψή τους.
Ναπολέων Βοναπάρτης


Σε ένα πολιορκημένο φρούριο, η διαφωνία είναι προδοσία.
Ιγνάντιο Λογιόλα

Στον έρωτα, όπως και στον πόλεμο, όταν ένα φρούριο αρχίζει διαπραγματεύσεις, είναι ήδη παραδομένο κατά το ήμισυ.
Margaret de Valois

Αν πρόκειται να χτίσεις κάτι στον αέρα, καλύτερα να είναι κάστρα παρά πύργοι από τραπουλόχαρτα.
Georg Christoph Lichtenberg

Πόλεμος στα κάστρα, ειρήνη στα καλύβια.
Νικολά Σαμφόρ
(από τα συνθήματα της Γαλλικής επανάστασης για την απελευθέρωση των λαών)

Αυτό που θέλω ν’ αφήσω πίσω μου είναι ένα καμένο κάστρο. Τίποτ’ άλλο δε θέλω ν’ αφήσω.
Νίκος Καζαντζάκης (δια στόματος Αλέξη Ζορμπά)

Αν έχεις κτίσει κάστρα στον αέρα, η δουλειά σου δεν πήγε χαμένη. Εκεί θα έπρεπε να είναι. Τώρα βάλε τα θεμέλια από κάτω τους.
Henry David Thoreau

Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και τα σπερδούκλια.
Γιάννης Ρίτσος (από τη «Ρωμιοσύνη»)

Ποιος ξέρει στ’ άλλα τ’ άστρα
τι λαοί και τι κάστρα,
τ’ άστρα, στο χάος γυρίζουν.
Κωστής Παλαμάς

Παροιμίες:

  • Όποιος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο κι εθάμαξε.
  • Η πείνα κάστρα πολεμά και κάστρα παραδίνει.
  • Η γλώσσα κάστρα καταλεί και κάστρα θεμελιώνει.
  • Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτω.



Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Βενετσιάνικες Γαλέρες

Τα βενετσιάνικα κάστρα είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που συνέβαλαν στην εδραίωση της ενετικής κυριαρχίας στις ελληνικές θάλασσες και στα παράλια για πολλούς αιώνες. Ένα άλλο βασικό συστατικό στοιχείο αυτής της κυριαρχίας ήταν ο στόλος της Γαληνοτάτης δημοκρατίας και οι βενετσιάνικες γαλέρες. 

Οι γαλέρες ήταν πλοία με κουπιά. Αυτό ήταν το βασικό τους χαρακτηριστικό. Άλλα τυπικά χαρακτηριστικά ήταν το μικρό βύθισμα  (δεν είχαν καρίνα), το χαμηλό ύψος της κουπαστής που ήταν  σχετικά κοντά στη θάλασσα και  το επίμηκες σχήμα. Οι γαλέρες ήταν σκάφη στενόμακρα. Η αναλογία μήκους προς πλάτος ήταν 7 προς 1.

Αυτά τα χαρακτηριστικά έκαναν τις γαλέρες κατάλληλες μόνο για ακτοπλοΐα και όχι για πλεύση σε ανοιχτές θάλασσες. Αυτό για τη Μεσόγειο όμως ήταν αρκετό και επιπλέον είχαν το πλεονέκτημα της ακρίβειας και της αυτονομίας στην κίνηση χάρη στη χρήση των κουπιών. Βεβαίως είχαν και πανιά, αλλά ο ρόλος τους ήταν δευτερεύων. Οι γαλέρες υπήρξαν βασικό εργαλείο για εμπορική ανάπτυξη και πολεμική ισχύ από τους Φοίνικες, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους κατά την αρχαιότητα, από τους Βυζαντινούς αργότερα και πιο μετά από τους Σαρακηνούς, τις ιταλικές δημοκρατίες (Βενετία, Γένοβα κλπ) και από τους Οθωμανούς.
Οι πρώτες γαλέρες δημιουργήθηκαν στην αρχή της πρώτης χιλιετίας προ Χριστού και η χρήση τους διατηρήθηκε μέχρι τον 19ο αιώνα, αν και από το τέλος του 16ου αιώνα ο ρόλος ήταν ήδη περιορισμένος.

Η κορυφαία ιστορική στιγμή για τις γαλέρες ήταν η ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 (η μεγαλύτερη ναυμαχία της Ιστορίας μέχρι τότε) όπου πήραν μέρος 206 γαλέρες από κάθε πλευρά.

Η κινητήρια δύναμηστις γαλέρες ήταν οι κωπηλάτες. Αντίθετα από ό,τι πιστεύεται (και από ό,τι δείχνουν οι αμερικάνικες ταινίες), οι αρχαίοι δεν χρησιμοποιούσαν σκλάβους για αυτή τη δουλειά, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Σε κάποιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που οι Αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν δούλους σαν κωπηλάτες, μετά τους έδωσαν την ελευθερία τους.
Η χρήση σκλάβων στα κουπιά είναι βασικά μεσαιωνική πρακτική που εφαρμόστηκε ευρέως από τους Σαρακηνούς (η ανεύρεση έμψυχου δυναμικού ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που έκαναν επιδρομές το Αιγαίο) και πολύ αργότερα υιοθετήθηκε από τους Οθωμανούς που είχαν μόνο σκλάβους χριστιανούς στο στόλο τους. Στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, οι νικήτριες χριστιανικές δυνάμεις απελευθέρωσαν 12000 χριστιανούς που ήταν σκλάβοι-κωπηλάτες στον τουρκικό στόλο, (χώρια αυτοί που πνίγηκαν). Αλλά εκείνη την εποχή είχε καθιερωθεί ευρέως η χρησιμοποίηση σκλάβων στα κουπιά και στους στόλους των δυτικών όπως των Ισπανών, Γενοβέζων, Μαλτέζων κλπ. Ειδικά οι Μαλτέζοι υπό τη ηγεσία των Ιπποτών του τάγματος του Αγίου Ιωάννη (πρώην της Ρόδου) εξελίχτηκαν σε μεγάλη ναυτική και εμπορική δύναμη χάρη στο εμπόριο σκλάβων αλλά και στη χρησιμοποίηση σκλάβων από όλα τα έθνη στα πλοία τους.
Οι Βενετσιάνοι ήταν η μόνη ναυτική δύναμη της Μεσογείου το 16ο αιώνα που δεν χρησιμοποιούσαν -κατά κανόνα- σκλάβους σαν κωπηλάτες.


Δανειζόμαστε το παρακάτω κείμενο από την ιστοσελίδα CorfuHistory.


Η γαλέα η γαλέρα μπορούσε να επιχειρήσει είτε μόνη της (ανίχνευση, έλεγχο, συνοδεία εμπορικών πλοίων, μεταφορά επιβατών) είτε σε ομάδες (στρατιωτικές επιχειρήσεις και εμπορικούς σκοπούς). Ανάλογα με την φύση της αποστολής μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η galea sottile (λεπτή γαλέρα) όταν η ταχύτητα ήταν απαραίτητη ή η galea da mercanzia/bastarda (με σκάφος πιο στρογγυλό και μεγαλύτερη χωρητικότητα) για την μεταφορά εμπορευμάτων.

Ο κυβερνήτης ονομάζονταν sopracomito. Ήταν ένας ευγενής, ιδιοκτήτης του σκάφους η διορισμένος από την Σύγκλητο, αν επρόκειτο για κρατικές γαλέρες. Στην δεύτερη περίπτωση έμενε στην θέση του για περίπου 5 χρόνια. Ο sopracomito είχε δίπλα του δύο άτομα της εμπιστοσύνης του τον armiraio ή uomo di consiglio και τον guardiano delle porte (φύλακας στις πόρτες) . Το δεξί του χέρι ήταν ο comito, ένας έμπειρος ναυτικός που είχε σαν καθήκον την ναυσιπλοΐα και την διαχείριση των ναυτικών. Ήταν ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα γιατί η διαχείριση των ανθρώπινων δυνάμεων μπορούσε να κάνει την διαφορά ανάμεσα στην ζωή και στο θάνατο του πληρώματος. Βοηθός του comito ήταν ο aguzzino ο οποίος, οπλισμένος με μαστίγιο, μετέδιδε τις διαταγές και φρόντιζε να γίνονται σεβαστές.
Οι κωπηλάτες ονομάζονταν galeotti και ήταν διανεμημένοι ανάλογα με την φυσική τους κατάσταση και με την τεχνική ικανότητα για κωπηλασία. Οι καλύτεροι έπαιρναν θέση στον πρώτο πάγκο από την μεριά της πλώρης και έδιναν τον χρόνο στους υπόλοιπους. Η πλειοψηφία των Βενετών κωπηλατών ήταν ελεύθερα άτομα (galeotti di libertà ), ηλικίας μεταξύ 18 και 20 ετών, που υπηρετούσαν συνήθως τρία χρόνια.
Εκτός από αυτούς υπήρχε και μία υποχρεωτική κλάση 10.000 ατόμων, που η Βενετία χρησιμοποιούσε σε περίπτωση πολέμου και που χορηγούσε η πόλη της Βενετίας με τα περίχωρα (4.000) και οι πόλεις της ηπειρωτικής χώρας, η καθεμία ανάλογα με τον πληθυσμό που είχε (Μπρέσια 1200, Πάντοβα 800 κλπ). Στην Βενετία, τους παλαιότερους χρόνους, ο απαιτούμενος αριθμός δίνονταν με κλήρωση από τις συντεχνίες αλλά αργότερα αντικαταστήθηκε από έναν φόρο που αυτές πλήρωναν για την χρηματοδότηση επαγγελματιών κωπηλατών. Μόνο στις αρχές του 16ου αιώνα η Βενετία αναγκάστηκε να μιμηθεί άλλα ναυτικά κράτη και να χρησιμοποιήσει κατάδικους. Οι πολεμικές γαλέρες με κατάδικους ονομάζονταν sforzate. Ο αριθμός των galeotti κυμαίνονταν από 150 σε μία galea sottile έως και 180 σε μία galera da mercanzia.
Οι ναυτικοί που ήταν υπεύθυνοι για τα πανιά, τις άγκυρες και το τιμόνι ήταν γύρω στους 30 σε κάθε γαλέρα και συνήθως ήταν πρώην ψαράδες. Επίσης ήταν μέρος του πληρώματος και οι άνδρες που ήταν υπεύθυνοι για την άμυνα και την επίθεση. Ο αριθμός τους εξαρτιόνταν από τον τύπο της αποστολής της γαλέρας. Άλλα μέλη του πληρώματος ήταν καλαφατάδες, κουρείς χειρούργοι, ένας-δύο μάγειροι, ένας κληρικός, ένας γραμματέας, ένας αποθηκάριος και ορισμένοι βοηθοί. Σε ορισμένες γαλέρες υπήρχαν επίσης τρομπετίστες και μαθητευόμενοι αξιωματικοί. Στις εμπορικές γαλέρες υπήρχαν ακόμη έμποροι και το υπηρετικό τους προσωπικό. Εύκολα λοιπόν ο συνολικός αριθμός ξεπερνούσε τα 200-240 άτομα.


Σε μία γαλέρα, αν και τα κουπιά αποτελούσαν ένα αξιόλογο μέσο κίνησης,τα πανιά ήταν αναγκαία. Υπήρχε πάντα αβεβαιότητα για τις καιρικές συνθήκες που θα συναντούσαν, για τις πιθανές συναντήσεις με πειρατές, για την πιθανή έλλειψη νερού και τροφής και για τις ενδημικές αρρώστιες.
Το ταξίδι μιας γαλέρας έπρεπε να προγραμματιστεί πολύ καιρό πριν, για να επιλεγεί η καλύτερη εποχή για την αποστολή, αλλά προπάντων για να βρεθεί το σωστό πλήρωμα για την μέρα της αναχώρησης. Εάν η φύση της αποστολής ήταν εμπορική, τότε έπρεπε και το εμπόρευμα να ήταν έτοιμο, αν ήταν μεταγωγική (π.χ. προσκυνητές για τους Άγιους Τόπους), τότε έπρεπε να περιμένουν την άφιξη όσων πιο πολλών επιβατών για να γίνει το ταξίδι πιο κερδοφόρο. Ο προγραμματισμός της πορείας μίας ιδιωτικής γαλέρας γίνονταν ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του sopracomito που ήταν ταυτόχρονα κυβερνήτης και ιδιοκτήτης του σκάφους, αντίθετα ο προγραμματισμός μίας ομάδας κρατικών σκαφών ήταν διαφορετικός, είχαν χρόνους, στάσεις και πορείες ήδη αποφασισμένες από την Σύγκλητο.
Πριν προχωρήσουμε, ας θυμηθούμε ότι από τον 15ο αιώνα και μετά υπήρξαν κάποιες ναυτικές τεχνολογικές επαναστάσεις, όπως η χρήση του πορτολάνου, η επιστημονική χαρτογραφία, η πυξίδα, οι γαλέρες από διήρεις έγιναν τριήρεις και άρχισαν να υιοθετούν το κεντρικό πρυμναίο τιμόνι.
Για να καταλάβουμε καλύτερα πώς, μεταξύ 14ου και 16ου αιώνα, γίνονταν αυτά τα ταξίδια, ας υποθέσουμε ότι ταξιδεύουμε πάνω σε μία ιδιωτική γαλέρα μαζί με εκατό άλλους προσκυνητές, από την Βενετία με προορισμό το λιμάνι της Γιάφας, υποχρεωτικός σταθμός για το ταξίδι έως την Ιερουσαλήμ. Επρόκειτο για μία παράκτια πλεύση, η γαλέρα δεν απομακρύνονταν παραπάνω από μίας μέρας ταξίδι από τις ακτές, για μια απόσταση περίπου 1.600 ναυτικών μιλίων. Για τέτοιο είδος ναυσιπλοΐας δεν ήταν απαραίτητες ιδιαίτερες αστρονομικές γνώσεις προκειμένου να καθοριστεί η θέση του σκάφους και να καθοριστεί η πορεία. Ήταν αρκετή η εμπειρία των προηγούμενων ταξιδιών και η εξοικείωση με τις ακτές, τα βάθη και τα ρεύματα. Τα ναυτικά όργανα που χρησιμοποιούσαν ήταν η πυξίδα, το βυθόμετρο και ο πορτολάνος.

Η γαλέρα ταξίδευε συνήθως με το πανί (δύο ή τρία πανιά ανάλογα με τον τύπο) εάν προχωρούσε στην κατεύθυνση του αέρα, διαφορετικά προχωρούσε με τα κουπιά. Υπήρχαν δύο είδη κωπηλασίας : sensile, όπου κάθε κωπηλάτης κινούσε ένα κουπί 10 μέτρων, και scaloccio, όπου τρεις ή τέσσερις κωπηλάτες κινούσαν μαζί ένα δωδεκάμετρο κουπί. Συνήθως οι κωπηλάτες κωπηλατούσαν με το σύστημα του quartiere, τον εν τρίτον ή και οι μισοί κωπηλατούσαν εναλλακτικά για 90 περίπου λεπτά με αργό ρυθμό. Το άλλο το σύστημα, arrancata, ήταν μια κωπηλασία βραχύτερη και γρηγορότερη, συμπεριλάμβανε όλους τους κωπηλάτες, χρησιμοποιούνταν σε περίπτωση κινδύνου, αλλά δεν μπορούσε να διαρκέσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η ταχύτητα μιας γαλέρας δεν ήταν σταθερή. Μπορούσε να φτάσει και τους12 κόμβους με αίσιο αέρα συχνά, με τα κουπιά όμως, δεν υπερέβαινε τους 3 κόμβους. Η μέση ταχύτητα στις μεγάλες αποστάσεις, σαν αυτής της Βενετίας-Γιάφας, μπορεί να υπολογιστεί στους 2-3 κόμβους.
Στη Βενετία, πριν την αναχώρηση επιβιβάζονταν ο πιλότος που έπρεπε να οδηγήσει την εξερχόμενη γαλέρα από την λιμνοθάλασσα έως το Parenzo στην Istria. Έφταναν στο Parenzo σε 24 ώρες. Εδώ κατέβαινε ο πιλότος και γίνονταν ανεφοδιασμός νερού. Συνεχίζοντας το ταξίδι προς τα νοτιοανατολικά και αποφεύγοντας τα αντίθετα ρεύματα της Δαλματίας, έφταναν στην Κέρκυρα ύστερα από δύο με τρεις ενδιάμεσες στάσεις σε βενετικές κτήσεις για ανεφοδιασμό. Οι προτιμότερες ήταν τα λιμάνια της Zara, Curzola και Δυρράχιου.
Στην Κέρκυρα η στάση ήταν μακρύτερη γιατί ήταν η έδρα του Capitano Generale da Mar και μπορούσαν να μάθουν νέα από πρώτο χέρι για ενδεχόμενες δραστηριότητες εχθρικών ναυτικών ομάδων ή πειρατών. Ενδιάμεσα Κέρκυρας και Κρήτης σταματούσαν μόνο στην Μεθώνη. Από την Κρήτη και μετά, το ταξίδι γίνονταν όλο και περισσότερο επικίνδυνο για την πιθανή παρουσία τουρκικών γαλέρων ή Μπερμπερίνων πειρατών. Δύσκολα τολμούσαν να βάλουν πλώρη απευθείας για την Κύπρο, συνήθως σταματούσαν στην Ρόδο και συνέχιζαν προς τον κόλπο της Αττάλειας. Στην Κύπρο προτιμούσαν να κατευθυνθούν προς το λιμάνι της Λεμεσού που βρίσκονταν πιο κοντά στην Συρία αλλά συχνά ζητούσαν προστασία και στο λιμάνι της Αμμόχωστου που ήταν προστατευμένο και όπου ήταν πάντα παρούσες βενετικές πολεμικές γαλέρες. Από την Κύπρο, ταξιδεύοντας νοτιοανατολικά, σε δύο ημέρες έφταναν στην Γιάφα. Ένα ταξίδι σαν αυτό, με 8-9 στάσεις σε διάφορα λιμάνια μπορούσε να διαρκέσει περίπου 40 ημέρες από τις οποίες τουλάχιστον οι τριάντα ήταν αφιερωμένες στην ναυσιπλοΐα.

Ο sopracomito ήταν ο μοναδικός επιβαίνων που είχε κάποια ελάχιστη privacy έχοντας στην κατοχή του έναν σκεπασμένο χώρο εξοπλισμένο με ένα κρεβάτι. Όλο το υπόλοιπο πλήρωμα έπρεπε να τακτοποιηθεί όπως μπορούσε, εκτός από τον γιατρό και τον γραφιά που είχαν στην διάθεση τους ένα άλλο χώρο προκειμένου να εκπληρούν τις λειτουργίες τους. Οι ειδικευμένοι ναυτικοί έβρισκαν καταφύγιο στο αμπάρι. Οι γαλέρες που ήταν προορισμένες για την μεταφορά στρατού η προσκυνητών είχαν ειδικούς χώρους στο αμπάρι, προς την πρύμη, ειδικά διασκευασμένους για τους επιβάτες.
Όλος ο χώρος του αμπαριού είχε ένα μόνο άνοιγμα προς το κατάστρωμα, το boccaporta, το οποίο ήταν εφοδιασμένο με μια σκάλα και οι επιβάτες ανεβοκατέβαιναν από εκεί. Ένα τέτοιο περιβάλλον, χωρίς φρέσκο αέρα, με υγρασία, με δυσωδία, γεμάτο ποντικούς, δεν ήταν ιδανικό για την ξεκούραση αλλά βεβαίως ήταν πιο άνετο από ότι αυτό των κωπηλατών. Οι κωπηλάτες στην πραγματικότητα δεν είχαν άλλο χώρο από αυτόν που βρίσκονταν στο κατάστρωμα κάτω από τον πάγκο τους. Δεν είχαν άλλο χώρο για ξεκούραση η για να κοιμηθούν και ήταν όλοι κολλημένοι σαν σαρδέλες μεταξύ τους. Η μόνη τους ανακούφιση, αλλά μόνον όταν το σκάφος ήταν δεμένο, ήταν μία μεγάλη τέντα που τους προστάτευε από τον ήλιο και τη βροχή. Ο καθένας τους είχε περίπου ενάμιση μέτρο καταστρώματος στην διάθεση του.
Πάνω στην γαλέρα τα καθημερινά γεύματα ήταν δύο, αλλά ο διατροφικός υπολογισμός των ναυτικών, και μερικές φορές των επιβατών, διανέμονταν σε μια ολόκληρη εβδομάδα. Στην εβδομάδα υπήρχαν, τρεις “λιπαρές“ ημέρες (Κυριακή, Δευτέρα και Πέμπτη) και τέσσερις κανονικές. Συνήθως το κρέας ή τα ψάρια διανέμονταν στο πρώτο γεύμα και κάθε μέρα υπήρχε τουλάχιστον ένα ζεστό γεύμα (ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες). Σε κάθε γεύμα υπήρχε πάντα κρασί (συνήθως ανακατωμένο με νερό) και μισή από την καθημερινή μερίδα αλμυρής γαλέτας. Τις λιπαρές ημέρες πρόσθεταν στην αλμυρή γαλέτα μία σούπα από 150 γρ. ρύζι, κρέας (φρέσκο ή συντηρημένο) και μια μερίδα τυρί. Τις κανονικές ημέρες αντικαθιστούσαν το ρύζι με περίπου 200 γρ. όσπρια, λάδι, καπνιστή σαρδέλα και αντί για τυρί έδιναν ελιές. Το Σαββάτο έβραζαν τα όσπρια μαζί με κομμάτια κρέας, συνήθως χοιρινό, και το πρόσφεραν την Κυριακή.
Η διατροφή ήταν διαφορετική ανάλογα με τον βαθμό.Υπήρχαν τρία συσσίτια, ένα για τους ανώτατους αξιωματικούς, ένα για τους ανώτερους και ένα για το πλήρωμα. Οι επιβάτες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την κουζίνα και να διατηρήσουν πουλερικά σε έναν κλειστό χώρο στο κατάστρωμα.
Η στάνταρ μερίδα για τους κωπηλάτες ήταν: 715 γρ. αλμυρής γαλέτας, 98 γραμμάρια κουκιά, 52 γραμμάρια παστό χοιρινό, 40 γραμμάρια τυρί και 536 γραμμάρια κρασί για ένα σύνολο περίπου 3900 θερμίδων.
Τα ποτά, νερό και κρασί, αξίζουν μια νύξη παραπάνω. Το κύριο πρόβλημα ήταν η συντήρηση του νερού το οποίο για να συντηρηθεί καλύτερα έπρεπε να αποθηκεύεται σε δοχεία από γυαλί ή άργιλο, αλλά αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Μέσα στα ξύλινα βαρέλια ύστερα από λίγες ημέρες μύριζε και αναγκάζονταν να το βράσουν πριν την διανομή. Η ύπαρξη αυτού του ζωτικού προβλήματος για την ναυσιπλοΐα, έκανε τους καλύτερους πορτολάνους να σημειώνουν τις τοποθεσίες όπου ήταν δυνατόν να προμηθευτεί κανείς γλυκό νερό. Το κρασί, που συντηρείται καλύτερα από το νερό, χρησίμευσε για να συμπληρώσει την καθημερινή ποσότητα υγρών και θερμίδων. Το ξίδι είχε μια περίοπτη θέση στην ναυτική διατροφή γιατί ήταν χρήσιμο στις απολυμάνσεις τραυματισμών και σαν αντιφλεγμονώδες. Για αυτόν το λόγο αν κάποιο μέρος από το κρασί γίνονταν ξύδι, δεν το πέταγαν αλλά το ανακάτευαν με νερό και το έπιναν.
Η υγιεινή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και όποιος ήξερε να κολυμπά μπορούσε να επωφεληθεί από ένα θαλασσινό μπάνιο κατά την διάρκεια των στάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος όμως προτιμούσε να φτάσει στον προορισμό του και ύστερα να κάνει μία γενική καθαριότητα. Το γεγονός ότι χρέη γιατρού εκτελούσε ένας κουρέας (barbiere scienifico), ο οποίος είχε πάρει το δίπλωμα του μόνον επειδή ήταν ικανός να διαβάζει ιατρικές συνταγές, δεν βοηθούσε στην αντιμετώπιση κοινών ασθενειών, τραυματισμών και δυσεντερίας, προβλήματα πολύ διαδεδομένα στις γαλέρες. Οι κοινές τακτικές αντιμετώπισης των ασθενειών όπως η αφαίμαξη και η παροχή καθαρτικών ήταν συχνά επιβλαβής. Η θνησιμότητα ήταν σίγουρα υψηλή. Κοινές αιτίες ήταν η αγχωτική ζωή, η ανεπαρκής προσωπική υγιεινή, οι τραυματισμοί λόγω των συχνών επαγγελματικών ατυχημάτων, η λιτή διατροφή. Εάν κάποιος πέθαινε κατά τη διάρκεια της ναυσιπλοΐας, το πτώμα τυλίγονταν σε κομμάτια πανιών και μαζί με πέτρες η άμμο ρίχνονταν στην θάλασσα.
Για τις σωματικές ανάγκες, γενικά χρησιμοποιούνταν το πίσω μέρος του σκάφους όπου μερικές φορές τοποθετούσαν φυτά για να έχουν λίγη privacy. Οι επιβάτες είχαν για την νύχτα έναν κάδο αλλά δεν ήταν απλό να ελευθερωθούν από το περιεχόμενο του, έπρεπε να βγούν έξω με το σκοτάδι, περπατώντας ανάμεσα στους κοιμισμένους, συχνά με ταραγμένη θάλασσα που δεν επέτρεπε την ισορροπία, συνεπώς ο καθένας τακτοποιούνταν όπως μπορούσε σε κάποια γωνία.

Όπως σε όλες τις ναυτικές δυνάμεις, οι κυβερνήτες είχαν πλήρη εξουσία αλλα στην Βενετία, μπορούσαν να κληθούν από τους ανώτερους τους για να εξηγήσουν την συμπεριφορά τους.
Οι ποινές πάνω στο σκάφος αναγράφονταν στο libro de pizzuol. Δεν υπήρχε ένας πειθαρχικός κώδικας όπως τον εννοούμε σήμερα, αλλά κανόνες συμπεριφοράς, με τους σχετικές ποινές που κάλυπταν ποινικά και διοικητικά παραπτώματα. Οι ποινές ήταν πολλές, από τη θανατική ποινή για όποιον αρνούνταν να επιτεθεί στον εχθρό, τη νηστεία η το μαστίγωμα για όποιον βλαστημούσε. Μερικά έγγραφα επιβεβαιώνουν ότι όποιος δοκίμαζε να λιποτακτήσει του ακρωτηρίαζαν ένα αυτί, αλλά ο sopracomito μπορούσε να τυφλώσει όποιον δεν υπάκουε στις διαταγές η να βασανίσει όποιον πρόσβαλε έναν ανώτερο. Ο νόμος σχετικά με την κλοπή και ανάλογα με την βαρύτητα επέβαλε τον ακρωτηριασμό, το μαστίγωμα η το κάψιμο. Όταν συνέβαινε ένα έγκλημα, ο sopracomito συνέθετε ένα στρατιωτικό δικαστήριο που δίκαζε με συνοπτικές διαδικασίες.
Πάνω στο σκάφος ήταν όλοι υφιστάμενοι σε μια τέτοια πειθαρχία, από τα ανήλικα παιδιά μέχρι τον ίδιο τον sopracomito: Μόνη διαφορά ήταν οι ευγενείς οι οποίοι δικάζονταν από το Μέγα Συμβούλιο κατά την επιστροφή στην Βενετία.
Η γαλέρα ήταν μία σύνθετη και τρομερή μηχανή και για τον πόλεμο αλλά και για το εμπόριο. Η ζωή ήταν κάθε μέρα σκληρή και κατανάλωνε τις ζωές των μελών της. Κάθε αναχώρηση από ένα λιμάνι ήταν μια αναχώρηση προς το άγνωστο, συνοδευόμενη από μία καθημερινότητα που σήμερα δεν μπορούμε να φανταστούμε.
Βενετσιάνικη γαλέρα του 16ου αιώνα με 3 σειρές κουπιά (μοντέλο στο ναυτικό μουσείο της Βενετίας)

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Κάστρα του Μοριά το 1688

O Vincenzo-Maria Coronelli (1650-1718) ήταν Φραγκισκανός μοναχός και χαρτογράφος από τη Βενετία. Προς το τέλος του 17ου αιώνα δημιούργησε έναν μεγάλο αριθμό απεικονίσεων των
κάστρων στην Ελλάδα.

Μια από τις χαρακτηριστικές είναι η παρακάτω όπου αναπαριστά συνοπτικά τις κατόψεις των 24 πιο σημαντικών κάστρων στην Πελοπόννησο, το 1688.



Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Απόσυρση Κάστρου-Έξω Χώρα

Το «Φρούριο της Έξω Χώρας, μια ωραία κατασκευή κοντά στην Έξω Χώρα στη δυτική ακτή της Ζακύνθου, που νομίζαμε ότι ήταν ενετικό οχυρό, αποσύρεται από τον Καστρολόγο. Και αυτό επειδή τελικά δεν ήταν φρούριο, ήταν ιταλική εξοχική κατοικία (κατασκευασμένη με μεράκι, είναι η αλήθεια).

Ένας κάτοικος της περιοχής είχε την καλοσύνη να μας πληροφορήσει, με σχόλιό του στην ιστοσελίδα, ότι πρόκειται για κατασκευή του 1941-1942.
Επειδή το σχόλιο αυτό λόγω απόσυρσης της σελίδας δεν θα εμφανίζεται αλλού, το παραθέτω εδώ:

Κατασκευάστηκε το 1941-42 για τους Ιταλούς, από Ζακυνθινούς μάστορες της πέτρας, ένας από τους οποίους ήταν και ο Διονύσιος Ξένος-Μένεγος από το Γύρι Ζακύνθου, όπως μου διαβεβαίωσε η δεύτερη κόρη του Μαρίνα, η οποία είναι παντρεμένη με τον Μαρίνο Μιχάλη από την Εξωχώρα. Ζακύνθιος ΚΑΣ 

Η ακριβής θέση είναι: 37°47'51.1" Β, 20°39'16.6" Α

«Βίλα (πλέον) Έξω Χώρας»

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Είδη Ελληνικών Κάστρων: Αριθμοί & κάποιες αλλαγές

Στον Καστρολόγο τα κάστρα της Ελλάδας ταξινομούνται σε 17 τύπους.
Οι τύποι και ο αριθμός των κάστρων ανά τύπο:



Έχουν γίνει κάποιες αλλαγές στην ταξινόμηση κατά τύπο του Καστρολόγου.
Οφείλω να τις επισημάνω για τους συχνούς επισκέπτες του site:

  • Η κατηγορία «Ορεινό κάστρο» έγινε απλά «Κάστρο» και συμπεριλαμβάνει όλα τα Μεσαιωνικά κάστρα που είναι σε σχετικά καλή κατάσταση. Δεν περιλαμβάνει όμως κάστρα μετά το 1500.
  • Επανήλθε σαν κατηγορία το «Φρούριο» για οχυρά κτισμένα μεταξύ 1500 και 1750. Προηγουμένως πολλά από αυτά ήταν στα ορεινά κάστρα.
  • Καταργήθηκε η κατηγορία «Αστικό κάστρο» και επανήλθε η «Τειχισμένη Πόλη» για σύγχρονες πόλεις που περικλείονται από τείχη όπως η Ρόδος. Δεν πρέπει να συγχέεται αυτό το είδος  με την υπάρχουσα κατηγορία «Τείχη» που αφορά θραύσματα τειχών που δεν σχηματίζουν μια ενιαία, αξιόλογη οχύρωση.
  • Δημιουργήθηκε η κατηγορία «Αρχαίο κάστρο» για αυτά που δεν άλλαξε πολύ η οχύρωσή τους από την αρχαιότητα. (Κάνουμε χώρο και για την μελλοντική επέκταση του Καστρολόγου στην αρχαιότητα...)
  • Δημιουργήθηκαν οι νέες κατηγορίες «Κάστρα-καταφύγια» και «Οχυρωμένοι Ναοί» με περιεχόμενο που είναι προφανές από τον τίτλο τους.
  • Πριν από λίγο καιρό είχε δημιουργηθεί η κατηγορία «Βίγλα» που ως τότε ήταν υποσύνολο των Πύργων.
  • Πριν από λίγο καιρό είχε δημιουργηθεί η κατηγορία «χαλάσματα» που τώρα άλλαξε σε «Κατεστραμμένα» (που είναι κάπως πιο εύηχο αλλά πάλι δεν μ' αρέσει -δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο). Εδώ περιέχονται κάστρα που μπορεί να ανήκουν  σε οποιαδήποτε άλλη κατηγορία, αλλά από τα οποία δεν σώζεται σχεδόν τίποτα. (Οπότε τα βάζουμε σε ένα μέρος όλα μαζί σαν μπάζα!)


Οι κατηγορίες/είδη που καταργήθηκαν περιείχαν πολλά ετερόκλητα κάστρα χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερα ισχυρό κοινό χαρακτηριστικό και επιπλέον ήταν και λίγο αδόκιμες. Οι καινούριες που προστέθηκαν κρίθηκαν αναγκαίες γιατί τα κάστρα σε αυτές δεν ταίριαζαν πολύ καλά σε άλλες κατηγορίες. Π.χ. Το κάστρο του Ασωπού (κάστρο-καταφύγιο, τώρα) δεν πήγαινε να είναι στην ίδια κατηγορία με το Παλαμήδι (παλιά ήταν και τα δύο 'ορεινά κάστρα').
Πιστεύω ότι η νέα ταξινόμηση κατά τύπο έχει πιο ομοειδής ομάδες. Παρ'όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα  κάστρα  που δεν ταιριάζουν καλά σε καμιά κατηγορία, π.χ. το Μεσολόγγι.

Αυτά για τους προσωπικούς ταξινομητικούς προβληματισμούς μου.

Να θυμίσω και την περιγραφή κάθε τύπου με περισσότερη λεπτομέρεια:

Τύποι (Είδη) Κάστρων

Τα Ελληνικά κάστρα ομαδοποιούνται στον Καστρολόγο σε διάφορους τύπους με συνεκτίμηση των εξής παραμέτρων: χρήση, μορφή, χρονική περίοδος, θέση, κατάσταση.
Υπάρχει αλληλοεπικάλυψη των τύπων σε κάποιο βαθμό, αλλά η ταξινόμηση που ακολουθεί έχει κάποια λογική και μπορεί να είναι χρήσιμη.
Η κατάταξη κατά είδος κάστρου:
  • Κάστρο

    vatika Τυπικά κάστρα συνήθως σε ύψωμα με στρατηγική σημασία, με κύριο σκοπό την άμυνα της περιοχής ή πάνω από πόλεις («ακρόπολη»). Μερικές φορές περιλάμβανε μικρό οικισμό ή χρησίμευε και σαν κατοικία του τοπικού άρχοντα.
    Αν και όρος «κάστρο» είναι γενικός, στην ταξινόμηση του Καστρολόγου περιορίζεται σε αυτά που έχουν κτιστεί το Μεσαίωνα (400 μ.Χ. με 1500) και που είναι σε τέτοια κατάσταση, ώστε να είναι ευδιάκριτα από απόσταση (δηλ. αν δεν φαίνεται ότι είναι κάστρο, δεν το κατατάσσουμε στα κάστρα).
    Τα περισσότερα κάστρα στην Ελλάδα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
  • Φρούριο

    nova fortezza Μεταμεσαιωνικά μεγάλα οχυρά που χρησίμευαν κυρίως σαν στρατιωτικές βάσεις χωρίς ιδιαίτερη μέριμνα για φιλοξενία κατοίκων ή την προστασία τους.
    Ο όρος «φρούριο» είναι επίσης γενικός, αλλά στον Καστρολόγο χρησιμοποιείται για μεγάλα οχυρά που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1500 με 1750 περίπου και που είχαν οχύρωση για να αντέχει τα πλήγματα πυροβόλων όπλων. Παραδείγματα: Παλαμήδι , Νέο Φρούριο Κέρκυρας
  • Αρχαία Κάστρα

    aigosthena Κάστρα που χρησιμοποιήθηκαν και το Μεσαίωνα, αλλά το πιο χαρακτηριστικό και ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας τους είναι ότι υπήρξαν αρχαίες πόλεις και ακροπόλεις.
    Κατά κανόνα, η κατασκευή μεγάλου μέρους των οχυρώσεών τους είχε ολοκληρωθεί ήδη από την αρχαιότητα. Παραδείγματα: Κάστρο Αιγοσθένων , Κάστρο Παραβόλας.
  • Μικρό Οχυρό

    agia roumeli Οχυρά και μικρά φρούρια χτισμένα τον 18ο και, κυρίως, τον 19ο αιώνα που φιλοξενούσαν μικρή στρατιωτική φρουρά. Προορίζονταν μόνο για στρατιωτική χρήση και κυρίως για φυλάκια. Επίσης, η οχύρωσή τους ήταν προσαρμοσμένη στη χρήση και την αντιμετώπιση πυροβόλων όπλων.
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι διάφοροι τούρκικοι Κουλέδες στην Κρήτη ή τα οχυρά της ελληνοτουρκικής μεθορίου στη Θεσσαλία.
  • Επάκτιο Φρούριο

    lefkas Κάστρα σε παραθαλάσσια τοποθεσία με κύριο σκοπό τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας στην περιοχή και την προστασία ακτών ή λιμανιών. Θα μπορούσαν να ανήκουν και σε κάποιον από τους προηγούμενους τύπους, αλλά αυτή η κατηγορία είναι ειδικά για τα κάστρα που πρωταρχικός τους ρόλος είναι ο έλεγχος της θάλασσας.
    Παραδείγματα: το Φρούριο Φιρκά , το Κάστρο του Παντοκράτορα .
    Ο όρος είναι ταυτόσημος με το «Επιθαλάσσιο Φρούριο» και παραπλήσιος με το «Λιμενόκαστρο».
  • Καστροπολιτεία

    monemvasia Περιτειχισμένη μεσαιωνική πολιτεία που είναι είτε σε ερειπιώδη κατάσταση (π.χ. Μυστράς ) είτε διατηρεί και στο εσωτερικό τη μεσαιωνική της μορφή χωρίς πολλές σύγχρονες κατασκευές (π.χ. Μονεμβασιά ).
    Σε κάποιες καστροπολιτείες υπάρχει και ακρόπολη στο πιο ψηλό σημείο.
    Σημειωτέον ότι ο τύπος αυτός συγγενεύει με τους τύπους «Κάστρο» και «Οχυρωμένος Οικισμός» με τους οποίους τα όρια δεν είναι ίσως πολύ καθαρά, δεδομένου ότι όλα τα κάστρα είχαν στοιχειώδη οικισμό και όλοι οι οικισμοί είχαν στοιχειώδη οχύρωση. Στις «Καστροπολιτείες» όμως κατατάσσονται όσοι οικισμοί είχαν ισχυρό (και φημισμένο) κάστρο και σχετικά μεγάλη έκταση.
  • Οχυρωμένος Οικισμός

    mylopotamos Μεσαιωνικοί οικισμοί με όχι ιδιαίτερα ισχυρή οχύρωση ή μικρά κάστρα με μεγαλύτερη έμφαση στον οικιστικό χαρακτήρα. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί μεσαιωνικοί οικισμοί, αλλά εδώ περιλαμβάνονται μόνο αυτοί στους οποίους διασώζεται κάτι από τις αμυντικές κατασκευές.
    Κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι η οχύρωσή τους (ή ό,τι απομένει από αυτήν) δεν θυμίζει πολύ πραγματικό κάστρο.
    Παραδείγματα: Κάστρο Οσδίνας, Κάστρο Μυλοποτάμου .
  • Τειχισμένη Πόλη

    heraclion Τμήματα συγχρόνων πόλεων που περικλείονται, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, από μεσαιωνικά τείχη.
    Παραδείγματα: Ηράκλειο, Μεσαιωνική πόλη Ρόδου, Κάστρα Θεσσαλονίκης.
  • Τείχη

    Komotini Ο όρος χρησιμοποιείται στο site για να κατηγοριοποιήσει σαν ένα ιδιαίτερο είδος κάστρου τα υπολείμματα από τα μεσαιωνικά τείχη μια πόλης (π.χ. τα τείχη της Κομοτηνής ) η εν γένει μιας οχύρωσης (π.χ. το τείχος των Εξαμιλίων ).
    H διαφορά από τον προηγούμενο τύπο είναι ότι εδώ πρόκειται απλά για θραύσματα τείχους που δεν συνθέτουν έναν ολοκληρωμένο φρουριακό χαρακτήρα.
  • Νησιώτικο Καστέλι

    astypalaiaΚάστρα σε νησιά του Αιγαίου που συγκεντρώνουν κάποια ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά: Έχουν δημιουργηθεί με πρωταρχικό σκοπό την προστασία του πληθυσμού από τους πειρατές, βρίσκονται σε δυσπρόσιτο σημείο στο εσωτερικό του νησιού και έχουν έντονα αιγαιοπελαγίτικο χρώμα. Κατά κανόνα απετέλεσαν τον πυρήνα μεταγενέστερου οικισμού (Χώρα).
    Επίσης, συχνά η διάταξη των σπιτιών γύρω από τον πυρήνα είναι τέτοια ώστε να σχηματίζεται εξωτερικό τείχος.
    Παραδείγματα: Κάστρο της Αμοργού , Κάστρο Αστυπάλαιας.
    Σημειωτέον ότι και άλλα κάστρα σε άλλα μέρη αποκαλούνται «καστέλια» (π.χ. Φραγκοκάστελλο) χωρίς να ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία κάστρων.
  • Καστρομοναστήρια

    Vatopedi Στην κατηγορία αυτή υπάγονται μοναστήρια (ή εκκλησίες) με οχυρωματικό περίβολο και έντονο φρουριακό χαρακτήρα καθώς και αμυντικοί πύργοι μοναστηριών.
    Είναι ενδιαφέρον ότι ότι υπάρχουν πολλά ακόμα μοναστήρια με πύργους και επάλξεις, αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται στον Καστρολόγο επειδή είναι σύγχρονες κατασκευές.
  • Οχυρωμένος ναός

    falandra Εκκλησίες που ενσωματώνουν φρουριακά χαρακτηριστικά ή που είχαν οχυρωματικό περίβολο.
    Παλιότερα ανήκαν στον προηγούμενο τύπο, αυτό όμως δεν ήταν πολύ σωστό. Μόνο 3 αυτού του τύπου καταγράφονται στον Καστρολόγο, αλλά η περίπτωση αυτή δεν είχε ερευνηθεί όσο θα έπρεπε μέχρι τώρα.
    Παράδειγμα: Κοσμοσώτειρα Φερρών.
  • Πύργος

    VasilikaΜεμονωμένη οχυρωματική κατασκευή με σχετικά μεγάλο ύψος, που είναι είτε κατάλοιπο μιας μεγαλύτερης αμυντικής κατασκευής (π.χ. Λευκός Πύργος) ή ήταν εξαρχής αυτοτελής κατασκευή που χρησιμοποιήθηκε σαν προμαχώνας, παρατηρητήριο, κατοικία, οχυρό κ.λπ.
  • Βίγλες

    Elinda Μικροί πύργοι που ήταν κατά κύριο λόγο παρατηρητήρια ή φρυκτωρίες ή απλές σκοπιές και φυλάκια. Η φρουρά τους ήταν το πολύ δύο άντρες.
    Οι βίγλες στο ιστολόγιο είναι όλες παράκτιες και ο βασικός τους ρόλος ήταν η έγκαιρη προειδοποίηση στις επιδρομές των πειρατών.
    Αρκετοί πύργοι στην ηπειρωτική Ελλάδα θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηριστούν «βίγλες», αλλά το αποφεύγουμε επειδή ο ρόλος των πύργων στην ενδοχώρα δεν είναι πάντα σαφής και σπάνια ήταν μόνο βίγλες.
  • Πυργόσπιτο

    OuranoupoliΣχετικά μικρά κάστρα και πύργοι που χρησιμοποιήθηκαν πρωτίστως σαν κατοικίες τοπικών αρχόντων αλλά και σαν ιδιωτικά οχυρά.
    Το site δεν ασχολείται με πύργους των νεότερων χρόνων που ήταν βασικά κατοικίες, όπως οι πύργοι της Μάνης. Οι λίγοι πύργοι της Μάνης που συμπεριλαμβάνονται (από τους 800) είναι αυτοί που έχουν μια αξιομνημόνευτη πολεμική ιστορία ή ιδιαίτερα πυργόσχημα χαρακτηριστικά.
  • Κάστρο-Καταφύγιο

    zagoli Οχυρώσεις που δεν είχαν μόνιμη φρουρά, βρίσκονταν σε δύσβατα και απομακρυσμένα σημεία και χρησίμευαν κυρίως για την απόκρυψη και προστασία του πληθυσμού σε εχθρικές επιδρομές.
    Η κατασκευή τους, όπως είναι φυσικό, δεν ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη και «εντός των τειχών» εντοπίζονται ελάχιστα έως καθόλου κτίσματα.
  • Κατεστραμμένο

    Τα κάστρα στην Ελλάδα, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, είναι όλα ερειπωμένα. Αλλά στην ειδική αυτή κατηγορία υπάγονται εκείνα από τα οποία δεν σώζεται σχεδόν τίποτα εκτός από λιθοσωρούς (κοινώς, μπάζα) και κάποια δυσδιάκριτα ερείπια σε χαμηλό ύψος.
    Σε ορισμένες περιπτώσεις εδώ υπάγονται κάστρα για την κατάσταση των οποίων δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες στον Καστρολόγο (όπως το κάστρο της Ταρσού) και για τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν θα έπρεπε να ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία.
    Να επισημάνουμε ότι αν οι κατασκευές αυτές ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση, θα έπρεπε να υπαχθούν σε έναν από τους υπόλοιπους τύπους.
Περισσότερα στη σελίδα του Καστρολόγου με τις ταξινομήσεις.