Μια παρουσίαση των Δρο(ύ)γγων του Μορέα το 13ο αιώνα.
Ο γερμανικής προέλευσης όρος «δρούγγος» ή «δρόγγος» χρησιμοποιήθηκε στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) διοίκηση για σχεδόν 800 χρόνια. Αρχικά (τον 6ο αιώνα) χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή στρατιωτικού σώματος και υποδιαίρεσης στο θεματικό στρατό, μικρότερου από την τούρμα και μεγαλύτερου από το βάνδο, αριθμούσε περίπου 1.000 και αργότερα γύρω στους 100 στρατιώτες.
Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, (13ος-14ος αιώνας) ο όρος δρούγγος δηλώνει στρατιωτικό σώμα σε ορεινή περιοχή με καθήκοντα φύλαξης διαβάσεων (κλεισούρες).
Σύμφωνα με τον ψευδο-Κωδινό (μέσα 14ου αιώνα) ο Δρουγγάριος καταλαμβάνει την 76η θέση στην κατάταξη της Ρωμαϊκής ιεραρχίας.
Στο χρονικόν του Μορέως, ο όρος συναντάται κατά κόρον περιγράφοντας περιοχές του Μορέα. Συχνές είναι αναφορές για τον Δρόγγο των Μελιγών και τον Δρόγγο των Σκορτών, ενώ σποραδικά έχουμε και αναφορές για τους Δρόγγους της Μεγάλης Μαϊνης της Τσακωνίας και του Γαρδαλεβού. Κοινά χαρακτηριστικά αυτών των περιοχών είναι η ορεινή (μεσο υψόμετρο >700μ) και δύσβατη τοποθεσία τους, ή η γεωγραφική τους απομόνωση (περίπτωση Μεγάλης Μαΐνης). Οι ντόπιοι πληθυσμοί, ορεσίβιοι και σκληροτράχηλοι προβάλλουν πεισματώδη αντίσταση στην Φράγκικη κατάκτηση αρχικά, ενώ μετά την υποταγή τους βρίσκονται σε μόνιμη ‘εξεγερσιακή’ εγρήγορση.
Ο δρόγγος των Σκορτών θα κατακτηθεί έπειτα από μακρά πολιορκία του κάστρου Αρακλόβου, ενώ πεζικό των Μηλίγγων συμμετέχει στη μάχη στον ελαιώνα του Κούντουρα και στην ήττα των ντόπιων Ρωμαίικων δυνάμεων του Μορέα. Οι περιοχές των Μηλίγγων και των Τσακώνων θα περιέλθουν εν τέλει υπό Φράγκικο έλεγχο για περίπου 15 χρόνια (από το 1249 μέχρι το 1263). Στο παρακάτω απόσπασμα του χρονικού του Μορέως διαβάζουμε για την κινητοποίηση των δυνάμεων των Δρούγγων του Μορέα και την συνένωσή τους με τις Ρωμαϊκές (βυζαντινές) δυνάμεις που είχαν αποσταλεί από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο στην προσπάθεια ανακατάληψης του Μορέα από την Αυτοκρατορία (στον απόηχο της μάχης της Πελαγονίας και της αιχμαλωσίας του Πρίγκηπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου).
”Τὰ πεζικά τους εἴχασιν ἀρίφνητα σὲ λέγω,
ἐπεὶ εἶχαν τοῦ Γαρδαλεβοῦ σὺν τὰ τῆς Τσακωνίας,
τοῦ δρόγγου γὰρ τοῦ Μελιγοῦ καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης.
Οἱ Σκορτινοὶ ἐρροβόλεψαν καὶ ἦσαν μετ᾿ ἐκείνους.”
Στον χάρτη που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια απεικόνισης της έκτασης που πιθανόν να καταλάμβαναν οι Δρούγγοι τον 13ο αι. Η χαρτογράφηση βασίστηκε τόσο σε περιγραφές του Χρονικού όσο και στην μορφολογία των εδαφών. Ένα κριτήριο φερ' ειπείν ήταν το υψόμετρο των χαρτογραφημένων Δρόγγων να είναι άνω των 500 μέτρων ιδιαίτερα στην περίπτωση των ”Σλαβικής προέλευσης” Δρόγγων. Βέβαια δε θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί ήταν ημινομαδικοί με εποχικές μετακινήσεις από τα ορεινά στα πεδινά και αντιστρόφως, καθιστώντας πολύ δύσκολη οποιαδήποτε αυστηρή οριοθέτηση περιοχών. Η πυκνότητα των τοπωνυμίων Σλαβικής προέλευσης σε ορεινές περιοχές ήταν ακόμα ένα κριτήριο για την έκταση και την τοποθεσία των Δρόγγων αυτών.
Η περίπτωση της Μεγάλης Μαϊνης είναι σαφώς ευκολότερη μιας και η μορφολογία της περιοχής υποδεικνύει και την έκταση του εν λόγω Δρόγγου. Τέλος έχουμε τα όρια της περιοχής των Τσακώνων που περιορίζονταν από την Βαρονεία του Γερακίου νοτιοδυτικά, ενώ το νότιο όριο θα ήταν πιθανότατα το διοικητικό κέντρο της Μονεμβασίας. Τα βόρεια σύνορα του Δρόγγου θα έφταναν μέχρι το Φράγκικο κάστρο του Οριόντα (κοντά στο Άστρος) που είχε κτιστεί για τον περιορισμό των κινήσεων τους.
Πιο αναλυτικά συναντάμε :
1) Το Δρόγγο (ή ζυγό) των Μελιγών (Μηλίγγων) στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγετου ή Πενταδάκτυλου όπως ήταν γνωστός τον μεσαίωνα. Το Χρονικό περιγράφοντας την κατάσταση του Δρόγγου περίπου το 1250 δηλαδή λίγο πρίν την προσπάθεια του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου να τον θέσει υπό την κυριαρχία του, αναφέρει
”ὅτι ὁ ζυγὸς τῶν Μελιγῶν ἔνι γὰρ δρόγγος μέγας
κ᾿ ἔχει κλεισοῦρες δυνατὲς καὶ χῶρες γὰρ μεγάλες,
ἀνθρώπους ἀλαζονικοὺς κι οὐ σέβονται ἀφέντην·”
ενώ στη συνέχεια ως επακόλουθο της κατάκτησης του δρόγγου
”ἐδούλωσε τὰ Σκλάβικα κ᾿ εἶχεν τα εἰς θέλημάν του,
καὶ περιεπάτει, ἐχαίρετον ἀπὸ ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο,
ὡσὰν τὸ ἐκατακύριεψεν καὶ ἀφεντέψε το ὅλον.”
Μετονομασίες:
Τσερνίτσα σε Αρτεμισία, Λιασίνοβα σε Προσήλιον, Βιδίσοβα σε Δροσοπηγή, Σίτσοβα σε Αλλαγονία, Τρικότσοβο σε Χαραυγή, Αράχοβα σε Καρυοβούνι, Μπήλιοβα Γαϊτων σε Κέντρο, Κάμινα Μάλτσινα σε Πλάτωμα, Νερίντα σε Ανατολικόν, Μπρίντα σε Βόρειον, Γούρνιτσα σε Αγ. Σοφία, Γιάννιτσα σε Ελαιοχώριον, Πόλιανα σε Αγ. Νίκων, Σέλιτσα σε Βέργα, Λιμπόχοβο σε Ζαχαριά, Νιάμιτσα σε Ξερόβρυση, Πάνιτσα σε Μυρσίνη, Μαλιτσίνα σε Μέλισσα, Ρόζοβα σε Λεμονιά, Κούμουστα σε Πενταυλοί, Τσέχοβα σε Βαθιά Λάκκα,
2) Το Δρόγγο των Σκορτών στα σύνορα Μεσσηνίας, Αρκαδίας και Ηλείας. Στο χρονικό έχουμε μια περιγραφή της μορφολογίας του εν λόγω Δρόγγου λίγο μετά τη μάχη του Μακρυπλαγίου (1265) περίοδο κατά την οποία σημειώθηκε η πρώτη εξέγερση των Σκορτινών αρχόντων, η οποία κατεστάλη από τον Γουλιέλμο με τη βοήθεια Τούρκων μισθοφόρων.
”Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξεν ὅλου του τοῦ φουσσάτου·
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ τὸ πόθεν νὰ σεβοῦσιν
στὸν δρόγγο ἐκεῖνον τῶν Σκορτῶν, διατὶ εἶν᾿ σκληροὶ οἱ τόποι
ἀπὸ βουνία καὶ ἔμπατα κι ἀπὸ σκληρὲς κλεισοῦρες.”
Μετονομασίες:
[Αρκαδία]
Κράμποβος σε Καστανοχώρι, Βοϊοβόντας σε Άρχοντας, Ζυγοβίστι σε Ζυγό, Αράχωβα σε Λύκαινα, Ζέρζοβα σε Παναγια, Νέμνιτσα σε Μεθύδριο, Εγκλένοβα σε Κρυονέρι, Μπρατίτσα σε Παρνασσός, Μεγάλη Αράχωβα σε Άνω Καρυές, Ζαράκοβα σε Μαίναλο
[Ηλεία]
Σμάρλινα σε Στόμιο, Νίβιτσα σε Λιβαδάκι, Ζελέχοβα σε Αμυγδαλιές, Γάρδιτσα σε Περιβόλι, Βερβίτσα σε Πετράλωνα, Παύλιτσα σε Φιγαλεία, Ζούρτσα σε Νέα Φιγαλεία, Στροβίτσι σε Λέπρεο, Μουρκίτσα σε Ταξιάρχες, Κοκορίτσα σε Μικροχώρι, Μουλάτσι σε Ελληνικό
3) Το Δρόγγο του Γαρδαλεβού στην Βόρεια Κυνουρία. Στο χρονικό αναφέρονται οι επαφές του Ρωμαίου (Βυζαντινου) στρατηγού Μακρυνού με τους τοπικούς άρχοντες του Δρόγγου του Γαρδαλεβού και της Τσακωνίας προκειμένου να επανέλθουν εκ νέου υπό Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) κυριαρχία (στην προσπάθεια επανάκτησης του Μορέα από τους Φράγκους έπειτα από την μάχη της Πελαγονίας το 1259) δίχως να αυτονομηθούν (δεσποτικὰ μὴ ποιήσουν) παρέχοντας παράλληλα και στρατιωτική ενίσχυση.
”Τοῦ Δρόγγου, τοῦ Γαρδαλεβοῦ, ὁμοίως τῆς Τσακωνίας
χρυσόβουλλον τοὺς ἤφερεν, ὅλοι νὰ εἶναι ἐγκουσάτοι,
ἄρματα νὰ βασταίνουσιν, δεσποτικὰ μὴ ποιήσουν.”
Μετονομασίες:
Τζίτζινα σε Πολύδροσο, Τσόρβασι σε Περδικοβρύση, Δραγαλεβός σε Έλατο, Γάλτενα σε Αετοχώρι, Άρτσινα σε Προσήλιο, Τρέστενα σε Χάραδρος, Βέρτζοβα σε Παρθένιο, Ντούμινα σε Βαθειά
Πηγή: ΜΟΡΕΑ ΠΡΟΝΟΙΑ
Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015
Σάββατο 14 Μαρτίου 2015
Ο Καστρολόγος του Φώτη Κόντογλου
Ένα βιβλίο καθοριστικό για την ιστοσελίδα του Καστρολόγου:
Ο «Καστρολόγος» του Φώτη Κόντογλου (1895-1965).
Υπήρξε πηγή έμπνευσης, πηγή πληροφοριών και η αιτία που το site ονομάστηκε «Καστρολόγος». Επιπλέον δύο φράσεις από το βιβλίο βρίσκονται σε περίοπτη θέση στην Αρχική Σελίδα.
Εκδόθηκε σε μια πρώτη μορφή από τη Νέα Εστία το 1947. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ (2004). Δεν θα το βρείτε εύκολα στα βιβλιοπωλεία αλλά μπορείτε να το παραγγείλετε.
Περιέχει πληροφορίες για κάπου 800 κάστρα στην Ελλάδα. Πολλά από αυτά είναι αρχαία. Περιέχει επίσης και εικονογράφηση από τον ίδιο τον Κόντογλου που ήταν πρωτίστως ζωγράφος με ιδιαίτερη συμβολή στο χώρο της Βυζαντινής αγιογραφίας.
Οι πληροφορίες που έχει για τα κάστρα δεν είναι πλέον τόσο αποκαλυπτικές (δηλαδή όχι τώρα που υπάρχει το site μας, ο Καστρολόγος). Είναι όμως γραμμένο με εκείνο το ιδιαίτερο στυλ, την ευρυμάθεια και την ποιότητα που διέκρινε τη γενιά του '30. Και με μια αγνή αγάπη για τον τόπο μας και τις παραδόσεις μας.
Το συνιστώ στους φίλους των Ελληνικών Κάστρων, αν μη τι άλλο για τη ελληνικότητα που αναδίδει.
Ο «Καστρολόγος» του Φώτη Κόντογλου (1895-1965).
Υπήρξε πηγή έμπνευσης, πηγή πληροφοριών και η αιτία που το site ονομάστηκε «Καστρολόγος». Επιπλέον δύο φράσεις από το βιβλίο βρίσκονται σε περίοπτη θέση στην Αρχική Σελίδα.
Εκδόθηκε σε μια πρώτη μορφή από τη Νέα Εστία το 1947. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ (2004). Δεν θα το βρείτε εύκολα στα βιβλιοπωλεία αλλά μπορείτε να το παραγγείλετε.
Περιέχει πληροφορίες για κάπου 800 κάστρα στην Ελλάδα. Πολλά από αυτά είναι αρχαία. Περιέχει επίσης και εικονογράφηση από τον ίδιο τον Κόντογλου που ήταν πρωτίστως ζωγράφος με ιδιαίτερη συμβολή στο χώρο της Βυζαντινής αγιογραφίας.
Οι πληροφορίες που έχει για τα κάστρα δεν είναι πλέον τόσο αποκαλυπτικές (δηλαδή όχι τώρα που υπάρχει το site μας, ο Καστρολόγος). Είναι όμως γραμμένο με εκείνο το ιδιαίτερο στυλ, την ευρυμάθεια και την ποιότητα που διέκρινε τη γενιά του '30. Και με μια αγνή αγάπη για τον τόπο μας και τις παραδόσεις μας.
Το συνιστώ στους φίλους των Ελληνικών Κάστρων, αν μη τι άλλο για τη ελληνικότητα που αναδίδει.