Στους φίλους του Καστρολόγου που παρακολουθούν και τη σελίδα στο Facebook είναι γνωστή η ιστορία του φράγκικου πύργου της Ελευσίνας που δεν υπάρχει πια.
Ο φράγκικος πύργος που φαίνεται στην παραπάνω φωτογραφία ήταν επάνω σε ένα λόφο στα δυτικά του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας (ιερό και ακρόπολις). Ο λόφος ολόκληρος καταστράφηκε το 1953 για τις ανάγκες του εργοστασίου τσιμέντων ΤΙΤΑΝ.
Ο μεγάλος αυτός φράγκικος πύργος ήταν κτισμένος στη θέση ενός από τους αρχαίους πύργους ελληνιστικού φρουρίου που προϋπήρχε και τα ερείπια του οποίου σώζονταν πριν από την οριστική καταστροφή του λόφου.
Στο τεύχος 16 του Αρχαιολογικού Δελτίου του 1960 ο αρχαιολόγος και αρχιτέκτων Ιωάννης Τραυλός αναφέρεται στον καταστραφέντα δυτικό λόφο (σελ.52–54). Παραθέτουμε αυτούσια την πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίασή του:
Επί του σχεδόν αιχμηρού και δυτικωτέρου των δύο λόφων δεν ευρέθησαν σημεία κατοικήσεως εκ παλαιοτέρων χρόνων, ειμή μόνον λείψανα οικοδομής των Ελληνιστικών χρόνων, στρατιωτικής πιθανώς χρήσεως και ερείπια υψηλού πύργου ανεγερθέντος επί Φραγκοκρατίας εις την ίδιαν θέσιν. Πάντα ταύτα σήμερον έχουσιν εξαφανισθή...
Ως ήδη ελέχθη, ολόκληρος ο δυτικός λόφος τής Ελευσίνος έχει σήμερον εξαφανισθή λατομηθείς μέχρι της βάσεως αυτού. Εις την θέσιν του υψούνται τώρα αι καπνοδόχοι του εργστασίου «Τιτάν», από τας οποίας εις πυκνά σύννεφα εξέρχεται ο καπνός και η σκόνη του τσμέντου δημιουργηθείσης μιας αφορήτου καταστάσεως δια τους κατοίκους της Ελευσίνος.
Ο Φίλιος, επιχειρήσας το 1892 μικράν ανασκαφήν επί της κορυφής του λόφου, εβεβαίωσεν, ότι υπό τα ερείπια του Φραγκικού πύργου υπήρχον λείψανα αρχαίας οχυρώσεως και υπέθεσεν ότι μέχρι του σημείου εκείνου εξετείνετο η πόλις. Είναι πολύ πιθανή η υπόθεσις αύτη και θα ήτο δυνατόν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, ότε εκτίσθη το οχυρόν επί του λόφου, να ηνώθη τούτο μετά της πόλεως δια στενής ωχυρωμένης οδού, υπολείμματα της οποίας πιθανώς ήσαν οι σωζόμενοι μέχρι και των ημερών μας ολίγοι ελευσινιακοί μεγάλοι κατειργασμένοι λίθοι ευρισκόμενοι δυτικώς του παλαιού εκκλησιδίου του Αγίου Νικολάου και ορίζοντες την γραμμήν του τείχους. Πάντοτε όμως η πόλις ετερματίζετο προς δυσμάς δι’ ιδιαιτέρου τείχους του οποίου ευτυχώς ολίγα μεν αλλά ασφαλή ίχνη, ως ελέχθη και ανωτέρω, κατώρθωσα να προσδιορίσω το 1947.
Συστηματικήν ερευνάν επί της κορυφής του λόφου επεχείρησε το 1931 ο καθηγητής κ. Γ. Μυλωνάς̇ τότε δε, τη υποδείξει του Κουρουνιώτη, συνέταξα και το μοναδικόν υπάρχον σήμερον σχέδιον του φρουρίου εις το οποίον φαίνονται τασωζόμενα κατά την εποχήν εκείνην ακόμη ερείπια.
Η συνεχιζομένη λατόμησις του λόφου προς την κατεύθυνσιν ταύτην ηνάγκασε τον Κουρουνιώτην να προβή εις εντόνους διαμαρτυρίας προς την διεύθυνσιν του εργοστασίου «Τιτάν», αργότερον δε προς παρεμπόδισιν της λατομήσεως να τοποθετήση μεγάλους στύλους εκ τσιμέντου επί της κορυφής του λόφου πέριξ των ερειπίων, ίνα σαφώς καθορισθούν τα όρια του Αρχαιολογικού χώρου.
Την κατάστασιν εις την οποίαν διετηρούντο τότε τα ερείπια, αλλά και τα όρια μέχρι των οποίων είχε φθάσει η λατόμησις του λόφου, δεικνύουν αι ληφθείσαι το 1932 υπό της αεροτοπογραφικής υπηρεσίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών φωτογραφίαι.
Ότε το 1953 εδόθη η άδεια της καταστροφής του λόφου, οι λατόμοι είχον ήδη παραβιάσει τα όρια του αρχαιολογικού χώρου και είχον φθάσει πλησίον του σωζομένου σχεδόν εις το αρχικόν του ύψος τοίχου του Φραγκικού πύργου, όστις και εκινδύνευε να καταρρεύση εκ των δονήσεων των φουρνέλων.
Η επίβλεψις της διαλύσεως του Φραγκικού πύργου του οποίου οι τοίχοι ήσαν εκτισμένοι δια μεγάλων ορθογωνικών πωρολίθων και ελευσινιακών λίθων, προερχομένων εξ αρχαίων οικοδομημάτων του ιερού, ανετέθη εις τον τότε επιμελητήν Ελευσίνος Δ. Θεοχάρην, όστις προ της κατεδαφίσεως ηρίθμησε τους λίθους και εφωτογράφησε τον σωζόμενον τοίχον με σκοπόν την ανοικοδόμησιν αυτού εις άλλο σημείον, την οποίαν είχεν υποσχεθή ότι θα εκτελέση το εργοστάσιον «Τιτάν».
Η περαιτέρω έρευνα μετά την κατεδάφισιν του τοίχου ανετέθη εις εμέ και είχον ούτω την ευκαιρίαν να επιβεβαιώσω την κατά τους ελληνιστικούς χρόνους οικοδομήν του αρχαίου φρουρίου και να μελετήσω τον τρόπον της κατασκευής του.
Το φρούριον, ως δεικνύει το δημοσιευόμενον ενταύθα σχέδιον, είχε εν κατόψει σχήμα τριγώνου, εις εκάστην γωνίαν του οποίου ευρίσκετο και ανά εις πύργος. Ο προς δυσμάς ευρισκόμενος πύργος Α, επί του οποίου ανηγέρθη αργότερον ο Φραγκικός πύργος, ήτο ο μεγαλύτερος, έχων διαστάσεις 10x7 μ., ο Β ήτο τετράγωνος, πλευράς 5.20 μ., τέλος του Γ εσώζετο μόνον μικρόν τμήμα της δυτικής γωνίας του, προεξέχον του περιβόλου κατά 2.40 μ.
Εκ των τριών πλευρών του φρουρίου εσώθησαν επίσης μόνον αι δύο, η βορεία και η νοτία, πάχους αμφότεραι 1.10 μ., επί της τελευταίας μάλιστα, της νοτίας, εσώθη και η μικρά ανηφορική είσοδος πλάτους 1.30 μ. και αι προ αυτής βαθμίδες χρησιμεύουσαι προς διευκόλυνσιν της αναβάσεως. Η τρίτη προς ανατολάς πλευρά του περιβόλου είχεν ήδη καταστροφή πολύ προ του 1931 υπό των λατόμων, δεδομένου ότι μέχρι του σημείου αυτού είχε φθάσει η λατόμησις. Η προς την κατεύθυνσιν ταύτην κλίσις του λόφου, ως εξάγεται εκ των περισωθέντων παλαιών σχεδίων, ήτο περισσότερον απότομος των άλλων πλευρών, ως εκ τούτου δε ο εξαφανισθείς τοίχος του περιβόλου δεν ήτο δυνατόν να ευρίσκετο πολύ ανατολικώτερον της γραμμής του πύργου Β. την θέσιν του τοίχου τούτου είναι δυνατόν πιθανώς να μας καθορίσουν οι σημειούμενοι επί του σχεδίου μεταγενέστεροι τοίχοι Δ και Ε οι οποίοι, κατ’ αναλογίαν των παρομοίων Ζ και Η της βορείας πλευράς του περιβόλου, δεικνύουν ότι ο εξαφανισθείς περίβολος της ανατολικής πλευράς πρέπει να ήτο παράλληλος του μεταγενεστέρου τοίχου Δ και να ευρίσκετο εις απόστασιν 7 μ. από αυτού, όσον δηλαδή ήτο το σωζόμενον μήκος του καθέτου προς αυτόν τοίχου Ε.
Οι νεώτεροι αυτοί τοίχοι, τόσον της ανατολικής όσον και της βόρειας πλευράς, ήσαν εκτισμένοι δια μικρών λίθων και θραυσμάτων αρχαίων μαρμάρων συνδεομένων δια κονιάματος ασβέστου, φαίνεται δε ότι ήσαν σύγχρονοι με τον Φραγκικόν πύργον και αποδεικνύουν ότι ολόκληρον το ελληνιστικόν οχυρόν επισκευασθέν, εχρησιμοποιείτο και κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Πλην της εισόδου η οποία ευρίσκετο κατά την νοτίαν πλευράν, φαίνεται ότι το αρχαίον φρούριον διέθετε και άλλην προς ανατολάς είσοδον δια την απ’ ευθείας επικοινωνίαν μετά της πόλεως. Τούτο συμπεραίνομεν εκ της υπαρχούσης άλλοτε κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του πύργου Β λίαν ανηφορικής ατραπού της οποίας εσώζοντο βαθμίδες λαξευμέναι επί του βράχου. Η είσοδος αυτή, πιθανώς του αυτού πλάτους προς την νοτίαν, ευρίσκετο επί της εξαφανισθείσης ανατολικής πλευράς του περιβόλου πλησίον του πύργου Β, οι σημειούμενοι δε πλησίον τούτου ολίγοι λίθοι μας καθορίζουν ίσως την δεξιάν παραστάδα αυτής.
Όλοι οι τοίχοι του φρουρίου, τόσον του περιβόλου όσον και των πύργων, ήσαν θεμελιωμένοι απ’ ευθείας επί του βράχου, προς καλυτέραν δε έδρασιν των λίθων, κατά την εξωτερικήν μόνον πλευράν των τοίχων, εις πολλά σημεία είχε λαξευθή ο βράχος. Οι τοίχοι, ολόλιθοι, ήσαν κατεσκευασμένοι δι’ ελευσινιακών λίθων. Κατά με την εξωτερικήν όψιν αυτών ήσαν εκτισμένοι δια μεγάλων ή μικρών λίθων τραπεζοειδών ή και τριγωνικών, τοποθετημένων κατά οριζοντίους στρώσεις και με τελείαν προσαρμογήν μεταξύ των, ενώ κατά την εσωτερικήν αυτών όψιν, δια μετρίου μεγέθους ακατεργάστων λίθων.
Εις όσα σημεία οι τοίχοι διετηρήθησαν εις το αρχικόν των ύψος, ως εις τον πύργον A και εις μέγα τμήμα του ανατολικού περιβόλου, απέληγον εις οριζοντίαν επιφάνειαν προς έδρασιν των ωμοπλίνθων δια των οποίων φαίνεται ότι ήτο εκτισμένον το υψηλότερον μέρος αυτών. Το ύψος της λίθινης βάσεως εποίκιλλεν από 1–2.50 μ. αναλόγως της κλίσεως του βράχου, το εσωτερικόν όμως δάπεδον ευρίσκετο πολύ υψηλότερον του βράχου. Η ανύψωσις αύτη του δαπέδου εγένετο δια τεχνητής επιχώσεως αποτελουμένης εξ ολίγων χωμάτων περιεχόντων όστρακα όχι παλαιότερα του 3ου π.Χ. αιώνος και μεγάλης ποσότητος λατύπης, προερχομένης εκ της επεξεργασίας τωνλίθων των τοίχων του φρουρίου.
Προς το κέντρον του φρουρίου ο βράχος ευρίσκετο πολύ υψηλότερον, μόλις καλυπτόμενος υπό της επιχώσεως, το δε υψόμετρον εις το σημείον αυτό, το οποίον καθορίζει και το μέγιστον ύψος του λόφου, ήτο ως υπελόγισα 51.50 μ. από της επιφανείας της θαλάσσης. Περίπου λαξευμένη εις το σημείον αυτό υπήρχεν εντός του βράχου μεγάλη θαλαμοειδής δεξαμενή προς συγκέντρωσιν των ομβρίων υδάτων, εξασφαλίζουσα σχετικήν επάρκειαν ύδατος εις την εντός του οχυρού διαμένουσαν φρουράν.
Αι νέαι έρευναι μας εις την κορυφήν του δυτικού λόφου επερατώθησαν περί τα τέλη του 1953, ότε και εγκατελείψαμεν την περιοχήν. Μετά παρέλευσιν όμως αρκετού χρόνου, τον Μάρτιον του1955, κατά την διάρκειαν της λατομήσεως κάτωθεν του πύργου A και εις βάθος από της επιφανείας του βράχου 13 μ., εφάνη μικρόν σπήλαιον εντός του όποιου διετηρείτο αρχαία επίχωσις περιέχουσα πλήθος αγγείων και ειδωλίων. Δυστυχώς κατά την ανατίναξιν του βράχου κατεστράφη ολόκληρος η ανατολική πλευρά του σπηλαίου ωςκαι η οροφή αυτού, συγχρόνως δε διεσπάρη και απωλέσθη μέγα μέρος της πολυτίμου επιχώσεως.
(η παρουσίαση τελειώνει με το επίσης κατεστραμμένο σπήλαιο του Πανός που βρισκόταν στον λόφο).
Μερικές ακόμα φωτογραφίες και απεικονίσεις του πύργου και του λόφου:
χαρακτικό του William Gell, 1811 (λεπτομέρεια). |